εκαταβολος

εκαταβολος
    ἑκαταβόλος
    ἑκατᾱβόλος
    2
    дор. = ἑκατηβόλος См. εκατηβολος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκαταβολος" в других словарях:

  • ἑκαταβόλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκαταβόλου — ἑκατάβολος masc/fem/neut gen sg ἑκαταβόλος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκαταβόλων — ἑκατάβολος masc/fem/neut gen pl ἑκαταβόλος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκαταβόλε — ἑκαταβόλος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»